Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀμαντίζω
1 εγγραφή
αμαντίζω.
  • Eπανορθώνω:
    • το πράγμα όπου εγίνετον να το έχεις αμαντίσει (Xρον. Mορ. H 4959).

[<γαλλ. amender-amander]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες