Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀμάντα
1 εγγραφή
αμάντα η.
  • 1)
    • α) (Προκ. για πράγματα του πολέμου) καλυτέρεψη, βελτίωση· ησυχία:
      • Φέρνουν (ενν. φουσσάτο) …, για νά βρουσιν αμάνταν (Θρ. Kύπρ. 790
    • β) (προκ. για ψυχική κατάσταση) ανακούφιση, θεραπεία:
      • (Kυπρ. ερωτ. 13820).
  • 2) Έλεος, οίκτος:
    • κάμε αμάνταν (Kυπρ. ερωτ. 9330).

[<γαλλ. amende (μεσν. τ. amande). H λ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες