Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀκουμπῶ
1 εγγραφή
ακουμπώ· ακομπώ.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Στηρίζομαι:
      • κρατώντας το ραβδάκι ν’ ακουμπάω (Bοσκοπ. 320).
    • 2) Aγγίζω:
      • (Διήγ. Aλ. V 52).
  • Β´ (Mτβ.) τοποθετώ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. α´ [38]).

[<μτγν.(;) ακουμβέω (DGE· πβ. όμως L‑S Suppl., λ. ακκουμβίζω και LBG, λ. ακούμβω). H λ. στο Du Cange (λ. ακουμβίζω) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες