Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀκατάδεκτος
1 εγγραφή
ακατάδεκτος, επίθ.
  • Που δεν είναι καταδεκτικός· περήφανος, αλαζονικός:
    • είσαι ακατάδεκτη, τα λόγια δεν αφκράσαι (Eρωτοπ. 11).

[<στερ. α‑ + καταδέχομαι. H λ. τον 7. αι., στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες