Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀγρέλλιν
1 εγγραφή
αγρέλλιν το.
  • Σπαράγγι:
    • ο ρήγας ενήστευγεν … και … εφέραν του αγρελλία (Mαχ. 26410).

[<επίθ. άγριος + ουσ. έλειον (βλ. L‑S, λ. έλειος και Tζιτζιλής, Eλλην. 36, 1985, 317). H λ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες