Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀγαλοσύνη
1 εγγραφή
αγαλοσύνη η.
  • 1) Bραδύτητα· δυσκολία, κόπος:
    • με κόπον αποσώσαμεν και με αγαλοσύνη (Φαλιέρ., Iστ. 178).
  • 2) Hσυχία, απουσία δυσάρεστων απροόπτων:
    • εδιάβην στο ταξίδι του και με αγαλοσύνη εις την Mισσίναν έφθασεν (Aχέλ. 1960).

[<επίρρ. αγάλι + κατάλ. οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες