Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβγάτιση η· εβγάτιση.
-
- Προκοπή:
- (Σπαν. (Ζώρ.) V 539).
[<αβγατίζω + κατάλ. ‑ση. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Προκοπή:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αβγατίζω + κατάλ. ‑ση. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |