Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όργωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
όργωμα το.
  • 1) Το σκάψιμο της γης με αλέτρι για τη σπορά, όργωμα·
    • (εδώ όργωμα και συνεκδ. σπορά):
      • όργωμα και θέρος (Πεντ. Γέν. XLV 6).
  • 2) Η εποχή του οργώματος και της σποράς:
    • εις την ημέρα την έφτατη να 'ξαργήσεις, εις το όργωμα και εις το θέρος να 'ξαργήσεις (αυτ. Έξ. XXXIV 21).

[<οργώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

οργώμαι.
  • Εκδηλώνω θυμό, οργή εναντίον κάπ.:
    • Για 'δέτε ποιους σπλαχνίζεται (ενν. ο Χριστός) … και ποίους πάλι οργάται (Δεφ., Σωσ. 366· Βεντράμ., Γυν. 75).

[<οργίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες