Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραδαρμός ο· παραδραμός· παρεδαρμός· περιδραμός.
-
- Ταλαιπωρία, βάσανο:
- (Συναδ. φ. 112r)·
- περισσεύθηκα πολλούς παραδραμούς και πόνους (Σαχλ., Αφήγ. 160).
[<παραδέρνω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ταλαιπωρία, βάσανο: