Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράδοξος, επίθ.
-
- 1)
- α) Απροσδόκητος, ανέλπιστος:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432)·
- β) απίστευτος:
- (Σφρ., Χρον. 7225).
- α) Απροσδόκητος, ανέλπιστος:
- 2) Που ξεπερνά την κοινή λογική, ασύλληπτος από τον κοινό νου, υπερφυσικός:
- δράμετ’ εδώ να ιδείτε την σήμερον παράδοξον πράγμα να στοχαστείτε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1278]· Βίος Αλ. 1200).
- 3) Που ξεπερνά τα κοινά όρια, υπέρμετρος, υπερβολικός:
- α) (με θετ. σημασ.):
- Το δε παιδίον ηύξανε … χάρισμα έχων εκ Θεού παράδοξον ανδρείας (Διγ. Gr. 948· Βίος Αλ. 2413)·
- β) (με αρνητ. σημασ.):
- μεγάλον και παράδοξον, φρικτόν βλέπω τον φόνον (Διακρούσ. 10617).
- α) (με θετ. σημασ.):
- 4) Πρωτοφανής:
- Όντως λίαν το οραθέν παράδοξον και ξένον· άνθρωπος άοπλος, πεζός, … καθολικώς ενίκησεν (Διγ. Gr. 2647· Σφρ., Χρον. 11011).
- 5)
- α) Ασυνήθιστος:
- το ύψος δε (ενν. του πύργου) αμήχανον παράδοξος δ’ η κτίσις (Διγ. Z 3839)·
- β) παράξενος:
- Ιδόντες δε οι συγγενείς σου την παράδοξον συμβουλήν ηφέραν τον πνευματικό (Σπανός B 156).
- α) Ασυνήθιστος:
- 6) Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
- Ου γαρ εθαύμασας … τας παραδόξους καθορών αεί ανδραγαθίας (Διγ. Z 3246).
- 7) (Προκ. για καταγωγή) ευγενικός, διακεκριμένος:
- είχε (ενν. η κόρη) γαρ κάλλος άπειρον, παράδοξον το γένος (Διγ. Z 1642).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Απροσδόκητο γεγονός που προκαλεί έκπληξη ή δέος:
- Ω θαυμαστόν παράδοξον, ω συμφορά μεγάλη … (Βίος Δημ. Μόσχ. 109)·
- ο δε Πέρσης πεσών προσεκύνησεν αυτούς εκπλαγείς το παράδοξον (Έκθ. χρον. 3825).
- 2) Ασυνήθιστο, παράδοξο γεγονός:
- βλέπει τα παράδοξα, τα παρά φύσιν όλα (Καλλίμ. 278).
- 3) (Πιθ.) λογικό παράδοξο, σόφισμα:
- α δω κι αλλάξει λογισμό και παίρνει τη ντοτρίνα, θ’ αρχίσω τα παράδοξα να τ’ αρμηνέψω (Κατζ. Δ́ 140).
- 1) Απροσδόκητο γεγονός που προκαλεί έκπληξη ή δέος:
[αρχ. επίθ.παράδοξος. Η λ. και σήμ.]
- 1)