Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παπαδικός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται σε παπά, ιερατικός:
- παπαδικά φορέματα (Νομοκριτ. 67).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η ενδυμασία, τα ράσα του ιερέα:
- έκβαλε τα παπαδικά και γίνου προσχεριάρης (Προδρ. III 210 χφφ GMPK κριτ. υπ).
[<πληθ. του ουσ. παπάς + κατάλ. ‑ικός. Η λ. το 12. αι. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται σε παπά, ιερατικός: