Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παξιμάδιν
1 εγγραφή
παξιμάδιν το· απαξιμάδιν· απαξιμάδιον· παξιμάδι· ποξαμάτιν· πληθ. παξιμαδία.
  • 1) Παξιμάδι:
    • το νερόν του κριθίνου παξιμαδίου δίδει … ωφέλειαν (Αγαπ., Γεωπον. 197).
  • 2) (Συνεκδ.)·
    • (εδώ) κομμάτι:
      • κυπρίνου παξιμάδια (Προδρ. IV 207).
  • Έκφρ. παξιμάδι του μυστηρίου = ο άγιος άρτος που παρασκευάζεται τη Μ. Πέμπτη:
    • (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 28).

[<μτγν. παξαμάδιον. Ο τ. απαξιμάδι(ο)ν με ανάπτυξη του α. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Τ. παξαμάτιον τον 5. αι. και σε Γλωσσάρ. Ο τ. ποξαμάτιν και τ. παξιμάτιν και ποξομάτιν σήμ. κυπρ. Η λ. το 10. αι. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες