Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανύψηλος
1 εγγραφή
πανύψηλος, επίθ.
  • Πάρα πολύ ψηλός·
    • (εδώ ο υπερθ. ως τιμητικός τίτλ. ή τιμητική προσφών.):
      • οι Ιωαννίται πανυψηλότατον και εκλαμπρότατον αυτόν ανεκήρυξαν (Ιστ. Ηπείρ. XXXI10
      • πανυψηλότατοι αυθέντες (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 849).

[<παν‑ + επίθ. υψηλός. Η λ. το 13. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες