Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παντοτινώς, επίρρ.
-
- Διαρκώς, συνεχώς, σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής κάπ.:
- εκείνη (ενν. η κακή γυνή) στέκει μετά σε παντοτινώς το πάθος (Σπαν. O 211· Πιστ. βοσκ. III 6, 12).
[<επίθ. παντοτινός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Διαρκώς, συνεχώς, σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής κάπ.: