Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανσέληνος, επίθ.
-
- α) (Προκ. για τη σελήνη) που φωτίζεται ολόκληρη από τον ήλιο:
- (Ψευδο-Σφρ. 51624)·
- β) (προκ. για τη νύχτα) κατά την οποία υπάρχει πανσέληνος:
- (Ψευδο-Σφρ. 51632).
- Το ουδ. ως ουσ. = ολόγιομο φεγγάρι, πανσέληνος· (εδώ μεταφ. ως προσφών. αγαπημένου προσώπου):
- Άδενδρόν μου πανσέληνον, …, έλ’ αφέντη μου, ας φιλούμεν (Ερωτοπ. 450).
[αρχ. επίθ. πανσέληνος. Το ουδ. ως ουσ. μτγν. Το θηλ. ως ουσ. στο Du Cange και σήμ.]
- α) (Προκ. για τη σελήνη) που φωτίζεται ολόκληρη από τον ήλιο: