Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανηγύρι(ο)ν
1 εγγραφή
πανηγύρι(ο)ν το· παναγύρι(ν)· παναγύριν· πανεγύριν· πανηγύρι· πανηγύριν.
  • 1) Εορταστική συγκέντρωση πλήθους
    • α) προς τιμήν κάπ. θεού:
      • Τα πανηγύρια … διά την τιμήν … και δόξαν του πανάγαθου και μπορεμένου Δία (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [76]
    • β) με την ευκαιρία μιας θρησκευτικής γιορτής:
      • (Διαθ. 17. αι. 9169‑170
    • γ) (συνεκδ.) οι άνθρωποι που μετέχουν σε μια τέτοια συγκέντρωση:
      • εκάψασιν εκεί το μοναστήριν, … που τάγιζεν ξένους και πτωχούς κι όλον το παναγύριν (Θρ. Κύπρ. 68).
  • 2)
    • α) Εμποροπανήγυρη, παζάρι:
      • έπεψέ τον εις ένα παναγύριν κάτι γαδάρους να πουλήσει (Άνθ. Χαρ. (κυπρ.) 124
    • β) (σε μεταφ.):
      • ούτος ο κόσμος πέφυκε λοιπόν ως πανηγύριν. Ως πραγματεύετ’ έκαστος, ούτως απολαμβάνει (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 141).
  • 3) Ομαδικός εορτασμός, διασκέδαση, με αφορμή ένα σημαντικό γεγονός:
    • απείτις τους νικούσανε (ενν. τους Τούρκους), εκάναν πανηγύρι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51815· Μαχ. 9234).

[<ουσ. πανήγυρις. Ο τ. παναγύρι στο Somav.· ο τ. παναγύριν και σήμ. ποντ. και κυπρ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑ιον) τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες