Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανηγυρικός, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για λόγο) εγκωμιαστικός, επαινετικός·
- (κατ’ επέκταση) κολακευτικός, υπερβολικός:
- ο υπερήφανος και πανηγυρικός λόγος έναι απολίτευτος (Σοφιαν., Παιδαγ. 108).
- (κατ’ επέκταση) κολακευτικός, υπερβολικός:
- 2) (Προκ. για βιβλίο) που περιέχει εορταστικά αναγνώσματα σχετικά με τους βίους και τα μαρτύρια αγίων:
- (Κώδ. Πάτμου I 89).
[αρχ. επίθ. πανηγυρικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για λόγο) εγκωμιαστικός, επαινετικός·