Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανηγυρίζω
1 εγγραφή
πανηγυρίζω.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Μετέχω σε θρησκευτική γιορτή, γιορτάζω·
      • (εδώ μεταφ.):
        • Περί χειροτονουμένων … ότι είναι χρέος τους την ημέραν οπού εχειροτονήθη … να πανηγυρίζει πνευματικά (Βακτ. αρχιερ. 186).
    • 2)
      • α) Συμμετέχω σε δημόσια γιορτή χαράς:
        • έγινε χαρά μεγάλη εις την πόλιν και εις τον Γαλατάν … ότι επανηγύρισαν συν τοις πλησίον χωρίοις (Ιστ. πατρ. 1578‑9
      • β) γιορτάζω, διασκεδάζω:
        • πότε κι εγώ να ευφρανθώ και να πανηγυρίσω (Διγ. O 1923· 2014).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) (Εκκλ.) γιορτάζω, τιμώ
      • α) (μνήμη αγίου):
        • Έτυχε … εορτάζεσθαι και πανηγυρίζειν την μνήμην της οσιομάρτυρος Θεοδοσίας (Δούκ. 36913
      • β) (εδώ παιγνιωδώς):
        • Άκουε, σπανέ … Πανηγυρίζουσίν σε δε αλλήλοις οι δαίμονες (Σπανός A 321‑2).
    • 2) (Γενικ.) τιμώ, δοξάζω κάπ. πρόσωπο:
      • Πανηγυρίσετε, βοσκοί, σήμερον τ’ όνομά του (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [895]).

[αρχ. πανηγυρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες