Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανήγυρις η· πανήγερις.
-
- 1) Εορταστική συγκέντρωση κόσμου
- α) προς τιμήν κάπ. θεού:
- (Βίος Αλ. 3947)·
- β) στη μνήμη αγίου ή προς τιμήν αγίου:
- ο βασιλεύς ορίζει και γίνεται εορτή και πανήγερις της υπεραγίας απού τον ελύτρωσεν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437).
- α) προς τιμήν κάπ. θεού:
- 2) Εμποροπανήγυρη, παζάρι:
- δειν ποιώσι πραγματείας … εις τας της Πελοποννήσου … πανηγύρεις (Ψευδο-Σφρ. 5427 [= Πρόστ. Ανδρ. 58]).
- 3) Ομαδική γιορτή με αφορμή ένα σημαντικό γεγονός:
- Τρεις μήνες την πανήγυριν του γάμου εκρατούσαν (Διγ. O 2101).
- 4) (Προκ. για πλήθος φυτών που δημιουργεί ευχάριστο θέαμα):
- (Διγ. Gr. 3155)·
- άλση ήσαν δασύτατα και πανηγύρεις δένδρων (Διγ. Z 2769).
- 5) Φρ. διελύθη η πανήγυρις = προκ. για το βίαιο, άδοξο τέλος της ζωής κάπ.:
- (Έκθ. χρον. 7618).
[αρχ. ουσ. πανήγυρις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Εορταστική συγκέντρωση κόσμου