Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παμμέγιστος
1 εγγραφή
παμμέγιστος, επίθ.
  • 1) Πολύ μεγάλος·
    • (μεταφ. προκ. για άνθρωπο) πολύ επιφανής, σπουδαίος:
      • παμμέγιστε αυθέντη (Αργυρ., Βάρν. K 278).
  • 2)
    • α) (Προκ. για ναό) πολύ μεγάλος σε διαστάσεις, επιβλητικός, μεγαλόπρεπος:
      • (Ψευδο-Σφρ. 4326), (Προσκυν. Κουτλ. 390 13936
    • β) (προκ. για θαύμα) πολύ μεγάλο, σπουδαίο:
      • (Γλυκά, Αναγ. 120).

[μτγν. επίθ. παμμέγιστος. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες