Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλούκι
3 εγγραφές [1 - 3]
παλούκι το· παλούκιν· παλούκιον· πληθ. παλούκα.
  • 1)
    • α) Πάσσαλος (ως οικοδομικό υλικό, εδώ σε μεταφ.):
      • πήρες (ενν. συ, Χάρο) τους στύλους του σπιτιού και τα παλούκι’ αφήκες (Γεωργηλ., Θαν. 203
      • (ως εξάρτημα σκηνής):
        • (Συναδ. φ. 150v
        • παλούκα του μίσκαν (Πεντ. Έξ. XXXV 18
    • β) δοκάρι (εδώ σε μεταφ.):
      • πρώτα εβγάλετε το παλούκι από το μάτιν σας (Συναδ. φ. 92v
    • γ) πάσσαλος μπηγμένος στο έδαφος (για το δέσιμο ζώου):
      • (Παρασπ., Βάρν. C 310
      • (για περίφραξη κτήματος):
        • (Λέοντ., Αιν. IV 30
      • (σε παροιμία):
        • Οπού γυναικός ακούει εις χοντρόν παλούκι κρούει (Αιτωλ., Βοηβ. 231).
  • 2)
    • α) Μυτερό ραβδί:
      • παλούκι να είναι εσέν … και να σκάψεις μετ’ αυτό … και να σκεπάσεις το κοπριό σου (Πεντ. Δευτ. XXIII 14
    • β) (ως όργανο βασανισμού):
      • εξορύττουσιν τας κόρας αφειδώς με το παλούκιν των ομμάτων του αθλίου (Ερμον. Ω 238· Ασσίζ. 4155
    • γ) ρόπαλο:
      • ηθέλησεν να του τραβίσει μίαν παλουκιάν μετ’ εκείνον το παλούκιον (Μπερτολδίνος 135).
  • 3) Όργανο ανασκολοπισμού:
    • ωσάν κανέναν κλέπτη οπού τον δώσουν το παλούκι … και τον παν να τον φουρκίσουν (Συναδ. φ. 67r
    • (υβριστ.):
      • Κάθισμα και παλούκιν εις τον κώλον σου (Σπανός D 211).

[πιθ. <ουσ. πάλος + κατάλ. ‑ούκι ή <μεσν. λατ. *paluceum. Ο τ. ‑ιν στο Meursius. Ο τ. ‑ιον σε σχόλ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

παλουκιά η.
  • Χτύπημα με παλούκι:
    • (Μπερτολδίνος 135).

[<ουσ. παλούκι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]

παλούκιν, παλούκιον το,
βλ. παλούκι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες