Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαμάρι
1 εγγραφή
παλαμάρι(ον) το· παλαμάριν.
  • Χοντρό σχοινί για την πρόσδεση πλοίων στην ξηρά, παλαμάρι:
    • (Μαχ. 12224
    • όταν κατέβεις εις το νησίν, πρώτον δέσε τα παλαμάρια σου (Πορτολ. Β 3411).

[<ουσ. παλάμη + κατάλ. –άρι(ον). Η λ. (‑ον) στο Du Cange. Η λ. (‑ι) στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες