Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιόκαστρον
1 εγγραφή
παλαιόκαστρον το· παλιόκαστρο.
  • Παλιό (κατεστραμμένο) κάστρο:
    • (Πορτολ. Β 229).
  • Ο τ. ως τοπων.:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32215), (5602).

[<επίθ. παλαιός + ουσ. κάστρον. Τ. –ο σήμ. ως τοπων. Τ. παλέ‑ και παλιό‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 10. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες