Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδευτήριον
1 εγγραφή
παιδευτήριον το.
  • 1)
    • α) Εκπαιδευτήριο, σχολείο:
      • παιδαγωγόν επιτήδειον και αρκετόν εις υπηρεσίαν του παιδευτηρίου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 5413
    • β) (μεταφ. προκ. για πρόσωπο) κορυφαίος διδάσκαλος:
      • Ελλάδος παιδευτήριον ανείλετε Σωκράτην (Βίος Αλ. 2848).
  • 2) Μέσο διαπαιδαγώγησης, αντικείμενο διδασκαλίας:
    • Να είναι όλοι τους οι κανόνες εις τους ανθρώπους ωσάν ένα καλόν παιδευτήριον (Βακτ. αρχιερ. 213).

[μτγν. ουσ. παιδευτήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες