Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παιδαγωγείον το.
-
- Εκπαιδευτήριο, σχολείο:
- κάποιος χριστιανός φιλόθεος … εσύστησεν εξ ιδίων αναλωμάτων παιδαγωγείον (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4059).
[αρχ. ουσ. παιδαγωγείον]
- Εκπαιδευτήριο, σχολείο:



