Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παίδευσις
1 εγγραφή
παίδευσις ‑ση η· πληθ. παίδευσες· παίδεψις ‑ψη.
  • 1) Η μόρφωση ως διαδικασία μετάδοσης και απόκτησης γνώσεων
    • α) εκπαίδευση, σπουδές:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 36), (Βίος Αλ. 708
      • (εδώ προκ. για τη στρατιωτική κατάρτιση):
        • ήτον παιδεμένος εκ των Φραγκών την παίδεψιν, της Δύσεως την στρατείαν (Χρον Μορ. H 9224· Αχιλλ. (Smith) N 102
    • β) διδασκαλία, διδαχή:
      • (Ερμον. Ω 298), (Λίμπον. 114).
  • 2) Η μόρφωση κυρίως ως τμήμα της ανατροφής
    • α) διαπαιδαγώγηση, διάπλαση:
      • πηγή και ρίζα έναι της καλοκαγαθίας η καλή παίδευσις των παιδίων (Σοφιαν., Παιδαγ. 269
    • β) καλλιέργεια πνεύματος και ψυχής:
      • Την αρετήν και παίδευσιν αγάπα και την γνώσιν (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 306· Σπαν. Α 5).
  • 3) (Το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης)
    • α) μόρφωση, γνώσεις:
      • (Ροδινός 161
      • (ως είδος σύστ. αντικ.· πβ. μανθάνω 1β):
        • να μαθαίνει παίδευσιν να βρει τιμήν εις τέλος (Κομν., Διδασκ. Δ 6
    • β) πνευματική και ηθική συγκρότηση:
      • τοις δραξαμένοις παίδευσιν υπό της θείας Γραφής (Μάρκ., Βουλκ. 34027· Λίβ. Sc. 488
    • γ) λεπτότητα, αβρότητα, ευγένεια:
      • επαινώ τον δούκαν τον αφέντη, εκ την πολλήν γλυκύτητα, την παίδευσιν της γλώσσης (Χρον. Τόκκων 1274· Ιμπ. (Legr.) 483).
  • 4) (Μεταφ.) γέννημα, θρέμμα:
    • αν είσαι αγάπης γέννημα και παίδευσις Χαρίτων … (Λίβ. P 1498· Λίβ. (Lamb.) N 4).
  • 5) Δοκιμασία, βάσανο, ταλαιπωρία:
    • μοίρα μου, ήλθες … να μου δώσεις παίδευσιν, πλέον τουραγνοσύνη (Ευγέν. 1113
    • έκφρ. μαρτύριον παιδεύσεως = βασανιστήριο:
      • (Μαλαξός, Νομοκ. 191
    • (προκ. για δοκιμασία από το Θεό):
      • αν ένι λυπηρόν τίποτε τό σε έλθει, δέχου ως παίδευσιν Θεού (Σπαν. P 285
    • (προκ. για τα βάσανα του έρωτα):
      • Τα δε ομμάτια της … έδειχναν της ερωτοληψίας την παίδευσιν (Διγ. Άνδρ. 31512· Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [659]).
  • 6) Τιμωρία:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 4727
    • Περί παιδεύσεων και ποινών (Βακτ. αρχιερ. 178
    • (ως μέσο διαπαιδαγώγησης):
      • εκείνος οπού δεν έχει μέτρος … εις το παίδεμάν του εύκολα χωρίζεται από τη βερτούν της παίδευσης (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 106
    • (προκ. για τιμωρία του Θεού):
      • Ακούσας δε ο σουλτάνος και ο πασιάς τον εξαίφνης και φοβερόν θάνατον … εγνώρισαν ότι ήτον παίδευσις του Θεού (Ιστ. πατρ. 1013).

[αρχ. ουσ. παίδευσις. Ο τ. ‑ψη και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ψις στο Βλάχ. Η λ. (‑ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες