Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάναγνος, επίθ.
-
- (Ως επίθ. της Παναγίας) αγνή σε υπέρτατο βαθμό:
- (Χρον. Μορ. P 4793)·
- (συνεκδ.):
- η ψυχή της (ενν. της Παναγίας) με την πάναγνόν της σάρκα είχε μεγάλην ειρήνην (Ροδινός 85).
[<παν‑ + επίθ. αγνός. Η λ. τον 4. αι., σε σχόλ. και σήμ.]
- (Ως επίθ. της Παναγίας) αγνή σε υπέρτατο βαθμό: