Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάκτωσις
1 εγγραφή
πάκτωσις η· πάχτωσις.
  • Μίσθωση (αγροτικού ακινήτου, συνήθως πρόσκαιρη):
    • Περί … παχτώσεως χωραφίου (Βακτ. αρχιερ. 170· αυτ. 153).

[<πακτώνω + κατάλ. –σις. Άσχ. το μτγν. ουσ. πάκτωσις. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ‑μα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες