Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ούλος (I) o,
- βλ. ήλος.
- ούλος (II) επίθ.,
- βλ. όλος.
- ούλος (III) το· γούλος.
-
- Ούλο:
- Τα ούλη αυτών (ενν. των βουλκολάκων) … αποφεύγουσι και φαίνονται αι ρίζες των οδόντων (Μάρκ., Βουλκ. 34713· Αγαπ., Γεωπον. 203).
[<ουσ. ούλο(ν) με μεταπλ. Ο τ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Η λ., καθώς και πληθ. γούλη και ούλη, σήμ. ιδιωμ.]
- Ούλο: