Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οὐσία
2 εγγραφές [1 - 2]
ουσία η· ουσιά.
  • 1)
    • α) Περιουσία, βιος:
      • (Προδρ. II 96), (Ασσίζ. 5373, 13), (Διγ. Z 2235
    • β) (προκ. για κληρονομική περιουσία, κληρονομιά):
      • τους παίδας της τριγαμίας ως πορνικούς λογιζόμεθα και άκληροι γένονται της πατρικής ουσίας (Ελλην. νόμ. 5437· Διγ. Z 4008).
  • 2)
    • α) Η πραγματική, η αληθινή φύση των όντων:
      • (Μάρκ., Βουλκ. 34224
    • β) ύπαρξη, υπόσταση, το υπάρχον:
      • (Κυπρ. ερωτ. 14210
      • (προκ. για το Θεό σε αντιδιαστολή από την ενέργεια):
        • Πιστεύω μήτε ανενέργητον είναι την θείαν φύσιν …, μήτε ταυτόν είναι ουσίαν και ενέργειαν (Σφρ., Χρον. 1866).
  • 3)
    • α) Φυσικό στοιχείο, σώμα:
      • Η πίστις … μετοχετεύει τους βουνούς προς την υγράν ουσίαν (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 80
    • β) (προκ. για τα υγρά του ανθρώπινου σώματος):
      • (Μάρκ., Βουλκ. 34522
      • φρ. χέζω την ουσιάν μου = (μεταφ.) «τα κάνω» πάνω μου, παίρνω μεγάλο φόβο, τρομάζω:
        • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 562).
  • 4) Εθνική καταγωγή, εθνότητα· φυλή, ράτσα:
    • όλοι είμεθεν εγνώριμοι και μιας ουσίας ανθρώποι (Χρον. Μορ. H 3992).
  • 5) Αξία, σημασία, σπουδαιότητα (κοινωνική):
    • ο πρίγκιπας, ως φρόνιμος, όλους τους εχαιρέτα, … προς την ουσίαν όπου είχαν (Χρον. Μορ. H 2965).
  • 6) Ισχύς, δύναμη:
    • Στες συμφωνίες όπου έποικεν (ενν. ο βασιλεύς με τον πρίγκιπα) … να του βοηθεί ο έτεροςμε όλην του την ουσίαν (Χρον. Μορ. H 4342).
  • 7) Δυνατότητα:
    • εποίκαν την σωτάρχειόν τους προς την ουσίαν όπου είχαν (Χρον. Μορ. H 2913).

[αρχ. ουσ. ουσία. Τ. νουσία και νουσιά σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

ουσιακός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία κάπ., περιουσιακός:
    • Όσαι δε (ενν. υπηρεσίαι, δουλείαι και εγγαρείαι αυθεντικαί) είναι εις κτήσεις τινάς και περιουσίας … λέγονται ουσιακαί (Zygomalas, Synopsis 228 Λ. 51).

[μτγν. επίθ. ουσιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες