Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορύκτης ο.
-
- Σκαφτιάς· τεχνίτης ειδικός στην εκσκαφή τάφρων ή σηράγγων σε πολεμικές επιχειρήσεις:
- Ευρών ουν τεχνίτας ορύκτας επιτηδείους εις άγαν … όρυξαν την τάφρον (Δούκ. 10132).
[μτγν. ουσ. ορύκτης]
- Σκαφτιάς· τεχνίτης ειδικός στην εκσκαφή τάφρων ή σηράγγων σε πολεμικές επιχειρήσεις: