Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορχίδιν το.
-
- Όρχις:
- Περί άνθρωπον οπού κελεφιάσει. Ευνούχισε το αριστερόν ορχίδιν (Ιατροσόφ. 8211· Σπανός B 144)·
- (προκ. για ζώο):
- ορχίδια λαγού (Ιατροσόφ. 829).
[μτγν. ουσ. ορχίδιον. Τ. αρχίδι στο Βλάχ. και σήμ. Τ. ‑ι στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Όρχις: