Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οροθέσιον το.
-
- (Συν. στον πληθ.) σύνορα:
- το πράγμαν επήγεν εις τους Αγαρηνούς έξω των περιοχών ή των οροθέσιων του ρηγάτου (Ασσίζ. 17310· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 217).
[μτγν. ουσ. οροθέσιον (L‑S, λ. οροθέσια τα). Τ. ροθέσιον, που απ. και σήμ. κυπρ. και ροθέχιον στο Meursius. Η λ. και σήμ. (‑ιο)]
- (Συν. στον πληθ.) σύνορα: