Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οργώνω.
-
- Σκάβω τη γη με το άροτρο συν. πριν από τη σπορά, οργώνω:
- μη οργώσεις με βοΐδι και με γαϊδούρι αντάμα (Πεντ. Δευτ. XXII 10).
[<ουσ. όργον + κατάλ. ‑ώνω ή <αρχ. οργάω αναλογ. με ρ. σε ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Σκάβω τη γη με το άροτρο συν. πριν από τη σπορά, οργώνω: