Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξυγαλ
3 εγγραφές [1 - 3]
οξύγαλα το· 'ξύγαλα· οξύγαλαν· γεν. 'ξυγάλατος· οξυγάλακτος· οξυγάλατος.
— Βλ. και οξύγαλον.
  • Ξινόγαλο:
    • δρουβανιστόν οξύγαλαν (Προδρ. III 179 χφ G κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. οξύγαλα. Ο τ. 'ξύγαλα και σήμ. ποντ. Πβ. ξινόγαλα σήμ. Η λ. και διάφ. τ. της σήμ. ιδιωμ.]

οξυγαλατάς ο.
  • Αυτός που πουλά ξινόγαλο:
    • Εάν ήμουν οξυγαλατάς, οξύγαλον να επώλουν (Προδρ. III 176).

[<γεν. του ουσ. οξύγαλα ‑γάλατος + κατάλ. ‑άς]

οξύγαλον το· 'ξύγαλον.
— Βλ. και οξύγαλα.
  • Ξινόγαλο:
    • ας νηστεύει το κρέας, τον οίνον και το 'ξύγαλον (Ιατροσόφ. 994).

[<ουσ. οξύγαλα αναλογ. με τα ουσ. σε ‑ον· πβ. τα ουσ. ρυζόγαλον και τυρόγαλον. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Πβ. λ. ξινόγαλο σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες