Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολημέρα, επίρρ.· ολήμερα.
-
- Σε όλη τη διάρκεια της ημέρας·
- συνεχώς:
- (Ερωτόκρ. Ά 581)·
- θα πηαίνω να 'ρχομαι στο σπίτι του ολημέρα (Κατζ. Γ́ 289).
- συνεχώς:
[<έκφρ. όλη (την) ημέρα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (Κριαρ.)]
- Σε όλη τη διάρκεια της ημέρας·