Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολαπόκοτος
1 εγγραφή
ολαπόκοτος, επίθ.
  • Πολύ τολμηρός, θαρραλέος, γενναίος:
    • (Θησ. Ή [511]).

[<ολο‑ + επίθ. απόκοτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες