Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξύστρον
1 εγγραφή
ξύστρον το.
  • Αυλάκι, χαντάκι:
    • έχει (ενν. το χωράφιον) σκάλας μυρίας και κρημνά … και ξύστρα (Metrol. 8011).

[μτγν. ουσ. ξύστρον. Τ. και αρσ. ‑ος σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες