Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυλοκουκουδέα η.
-
- Λ. πλαστή σε αδύνατον ή πιθ. με άσεμνη σημασ.:
- την ξυλοκουκουδέαν τιμάρι (Σπανός A 443).
[παιγνιώδης σχηματ. <ουσ. ξυλοκούκουδον «κουκούτσι» (9. αι., Lampe) + κατάλ. ‑έα]
- Λ. πλαστή σε αδύνατον ή πιθ. με άσεμνη σημασ.: