Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηρόλιθος
1 εγγραφή
ξηρόλιθος ο.
  • Πέτρα ξερή, δηλ. χωρίς συνδετικό κονίαμα, ως οικοδομικό ύλικό:
    • φραγμόν εκ ξηρολίθων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1417).

[<επίθ. ξηρός + ουσ. λίθος. Η λ. τον 5. αι. Πβ. σημερ. ξερολιθιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες