Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξηροφαγία η· ξεροφαγία.
-
- Το να τρώει κάπ. ξηρά τροφή (εδώ προκ. για νηστεία):
- (Κανον. διατ. Ά 705)·
- οι οδόντες εσπαράχθησαν εκ τας ξηροφαγίας (Προδρ. IV 631)·
- (ειρων.):
- (Προδρ. IV 317 χφ K κριτ. υπ.)·
- φρ. γίνεται ή κάμνω ή ποιώ ξηροφαγία = τρώγω ξηρά τροφή:
- (Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 151), (Δεφ., Σωσ. 295), (Μαλαξός, Νομοκ. 351).
[μτγν. ουσ. ξηροφαγία. Τ. ξεροφαγιά στο Somav. και σήμ. κρητ. Ο τ. και η λ. και σήμ.]
- Το να τρώει κάπ. ξηρά τροφή (εδώ προκ. για νηστεία):