Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξημερώνω· εξημερώννω· εξημερώνω· ξημερώννω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1)
- α) (Τριτοπρόσ.) αρχίζει η ημέρα, χαράζει, ξημερώνει:
- το ταχύ, ωσάν εξημέρωσε και ήλθεν η ημέρα (Κώδ. Χρονογρ. 523)·
- β) (με υποκ. τις λ. μέρα, Κυριακή, Δευτέρα, κλπ.):
- (Ροδολ. Δ́ 420), (Μαχ. 65810, 1016· )>
- (μέσ.):
- Καλή μέρα ξημερώννεται! (Μαχ. 38615· Διήγ. ωραιότ. 216)·
- γ) (σε μτχ. ενεστ. για να δηλωθεί χρον. σημείο):
- Την αύριον ξημερώνοντα, ώρα ανατελμάτου (Χρον. Μορ. P 5053).
- α) (Τριτοπρόσ.) αρχίζει η ημέρα, χαράζει, ξημερώνει:
- 2) (Με υποκ. τη λ. άστρον) ανατέλλω, προβάλλω:
- (Κυπρ. ερωτ. 7826).
- 3)
- α) Ξενυχτώ ως το πρωί:
- Τζελέπηδες … στην πόρταν του ξημέρωσαν, χαράν μεγάλην 'ποίκαν (Στ. Βοεβ. 36)·
- β) (μέσ.) καθυστερώ ως το πρωί:
- εξημερώθηκαν (ενν. οι χαραμήδες) και βίον δεν ηύραν (Συναδ. φ. 56r).
- α) Ξενυχτώ ως το πρωί:
- 4)
- α) Με βρίσκει το πρωί·
- (εδώ) ζωντανό:
- Μα τούτο να ’σαι θαρρετή, ότι αν εξημερώσω, του αφεντός μου να το πω (Τριβ., Ρε 301 (έκδ. ανεξημερώσω))·
- (εδώ) ζωντανό:
- β) (μέσ.):
- εκεί όπου ξημερώθηκε (ενν. το ξύλο) πάλ’ ήθελε βραδιάσει (Διήγ. ωραιότ. 812)·
- γ) (μέσ.) φτάνω τα ξημερώματα κάπου:
- οι Τούρκοι ξημερώθησαν όλοι τους μες στην Χώραν (Θρ. Κύπρ. Μ 297· Διγ. Άνδρ. 3878).
- α) Με βρίσκει το πρωί·
- 1)
- Β́ (Μτβ.) (νομ.) καλώ κάπ. να παρουσιαστεί στο δικαστήριο σε ορισμένη ημερομηνία, κλητεύω:
- αν ένι ότι η αυλή εξημέρωσέν του, … (Ασσίζ. 33728)·
- (μέσ.):
- Περί εκείνου οπού μέλλει να ξημερωθεί εις την αυλήν και ουδέν έρχεται εις την τακτήν ημέραν (Ασσίζ. 8720).
- Φρ.
- 1) Βραδιάζω και ξημερώνω ή νυκτώνομαι και εξημερώνομαι εις την έχθραν = ζω με πολλή έχθρα:
- (Ροδινός 137, 136).
- 2) Εάν βραδιαστούμεν, … δεν ξημερωνομέσθεν = (παροιμ.) κάθε ολιγωρία, αμέλεια στα πνευματικά θέματα οδηγεί στην καταστροφή:
- (Συναδ. φ. 112v).
[<πρόθ. εκ + ουσ. ημέρα + κατάλ. ‑ώνω. Τ. ξε‑ στο Somav. Ο τ. ‑ννω και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius (‑όνει) και σήμ.]
- Ά Αμτβ.