Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεχαρβαλώνω· μτχ. παρκ. εξεχαρβαλωμένος.
-
- Φθείρω, χαλώ εντελώς·
- η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει υποστεί σοβαρές φθορές, διαλυμένος:
- βάρκα … ξεχαρβαλωμένη, δίχως κουπιά μηδέ άρμενα (Φορτουν. Αφ. 13)·
- παπούτσια … εξεχαρβαλωμένα (Σαχλ., Αφήγ. 190).
- η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει υποστεί σοβαρές φθορές, διαλυμένος:
[<επιτ. ξε‑ + χαρβαλώνω. Πβ. καταχαρβαλώνω. Η λ. και σήμ.]
- Φθείρω, χαλώ εντελώς·