Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεπέφτω.
-
- 1)
- α) Πέφτω κάτω:
- εξέπεσεν η Μαξιμού από το ιππάριν κάτω (Διγ. Esc. 1589· Πηγά, Χρυσοπ. 130 (15))·
- β) (για κτίσμα) γκρεμίζομαι, καταρρέω:
- Εξέπεσεν η τρούλλα της εκκλησίας (Χειλά, Χρον. 349).
- α) Πέφτω κάτω:
- 2)
-
- α1) Χάνω, παύω να έχω την οικονομική, κοινωνική ή πολιτική μου ισχύ:
- εξέπεσα κι επτώχαινα (Σαχλ., Αφήγ. 83· Χρον. Τόκκων 178)·
- α2) (με γεν. ή με τις προθ. από, εκ + αιτιατ.):
- για τα πολλά μου κρίματα … εξέπεσα του θρόνου (Θρ. Κων/π. B 71· Αιτωλ., Βοηβ. 369), (Ιστ. Βλαχ. 2769)·
- α1) Χάνω, παύω να έχω την οικονομική, κοινωνική ή πολιτική μου ισχύ:
-
- (σε μεταφ.):
- εξέπεσα του βαθμιδίου τό είχον (Λόγ. παρηγ. O 410)·
- β) χάνω, στερούμαι (κ. καλό):
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 371r)·
- να μη ξεπέσεις της τιμής (Ιστ. Βλαχ. 1618).
- 3)
- α) Ολισθαίνω ηθικά, αμαρτάνω:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 177 (14))·
- πάσα άνθρωπος οπού να θέλει να εναντιείται τους λόγους του Θεού … ξεπέφτει και χάνεται (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 26r·)·
- β) (προκ. για την πτώση του διαβόλου και των δαιμόνων):
- (Πηγά Χρυσοπ. 180 (23), Ιστ. Βλαχ. 1811).
- 4) Υποβαθμίζομαι πνευματικά, κατέρχομαι σε κατώτερο πνευματικό επίπεδο:
- διά την μακράν και πικροτάτην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε (Σοφιαν., Παιδαγ. 91· Ιστ. Βλαχ. 2225).
- 5)
- α) Καταντώ, περιπίπτω σε μια (άσχημη) κατάσταση:
- πώς εξεπέσετε στου Τούρκου την σκλαβίαν; (Ιστ. Βλαχ. 2372· Παλαμήδ., Βοηβ. 986)·
- β) υποκύπτω (σε κ.):
- πώς είναι μπορεζάμενον … ν’ αντισταθεί του έρωτος και να μηδέν ξεπέσει; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [760])·
- γ) (μεταφ.· με την πρόθ. εις, σε + αιτιατ.):
- εξεπέσασιν εις πάθη ατιμίας (Ιστ. Βλαχ. 2743· Μπερτόλδος 15).
- 6) Εξασθενώ ψυχικά, αισθάνομαι κατάπτωση ή συντριβή:
- ο έρωτας κάθ’ άνθρωπον τον κάμνει και ξεπέφτει (Μαρκάδ. 257· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [152]).
- 7) Σκοτώνομαι, πεθαίνω:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 212).
- 8)
- α) Ξεφεύγω, παρεκκλίνω (με την πρόθ. από + αιτιατ.):
- (Πηγά, Χρυσοπ. 132 (20))·
- ο στοχασμός ουδέν αφήνει τον λόγον να εξεπέσει από την πρέπουσαν συμμετρίαν (Σοφιαν., Παιδαγ. 106)·
- β) (μεταφ.) εγκαταλείπω κ., απομακρύνομαι, παραιτούμαι από κ.:
- ακόμη ουκ εξέπεσες απέ το αγέρωχόν σου (Λίβ. Esc. 1623).
- 9) Υστερώ στην επίδοσή μου, μένω πίσω (εδώ σε παιγνίδι):
- εξέπεσες, Φροσύνη, να σε πιάσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [203]).
- 10) Πέφτω στα χέρια κάπ. (με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
- εξεπέσασιν (ενν. οι πλούσιοι) 'ς Τούρκους (Βεντράμ., Φιλ. 344).
- 11)
- α) (Για πλοίο) παρασύρομαι από τον άνεμο· ναυαγώ:
- (Διήγ. εκρ. Θήρ. 11025)·
- β) (για φορτίο πλοίου) χάνομαι στη θάλασσα:
- καράβια κάγησαν κι οι πραματείες ξεπέσα (Βεντράμ., Φιλ. 361).
- 12) (Προκ. για εξουσία) περιέρχομαι σε κάπ.:
- απόθανεν ο μισίρ …, εξέπεσεν ο τόπος του κι η αφεντία όπου είχεν του κόντου Γατιέρη (Χρον. Μορ. H 7266· 7432).
- 13) Χάνομαι:
- βασίλεια ξεπέσασιν οκ την φιλαργυρία (Βεντράμ., Φιλ. 10).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Αμαρτωλός:
- το ξεπεσμένον ανθρώπινον γένος (Χριστ. διδασκ. 403).
- 2) Που έχει χάσει την κοινωνική ή οικονομική του ισχύ· δυστυχής:
- εις τες χηράδες βοηθός, στους ξεπεσμένους στύλος (Λίμπον. 176).
- 3) Αδύναμος, εξαντλημένος:
- τα ξεπεσμένα να τα σηκώσω δεν μπορώ μέλη χωρίς εσένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1172]).
- 4) (Προκ. για γέροντα) ξεμωραμένος:
- (Πιστ. βοσκ. V 4, 97).
- 1) Αμαρτωλός:
[<αόρ. του εκπίπτω (βλ. ά.). Πβ. και εξωπέφτω. Τ. ξη‑ στο Meursius (λ. ‑ειν) και ξηππ‑ σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)