Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενοιάζομαι
1 εγγραφή
ξενοιάζομαι· ξεγνοιάζομαι· ενεργ. ξεγνοιάζω· ξενοιάζω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά (Αμτβ.) απαλλάσσομαι από φροντίδες, παύω να έχω έγνοια για κ.· ξενοιάζω, ησυχάζω:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26730
      • ας ξεγνοιάσομεν τώρα, καθώς θωρούμεν … βοήθειαν να δούμεν (Διακρούσ. 919
      • (με επόμ. την πρόθ. από):
        • ξενοιάζοντας από την Δύσιν, έβαλε … βουλήν να περάσει εις την Ανατολήν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372).
    • Β́ (Μτβ.) απαλλάσσω κάπ. από μια έγνοια, φροντίδα· ανακουφίζω:
      • πώς θες να τα αποσάσεις ετούτα με τη μάννα σου και να τηνε ξεγνοιάσεις; (Φορτουν. Γ́ 496).
  • II. (Μέσ.) ξενοιάζω:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1926
    • κει που 'θελα να ξεγνοιαστώ, πλιότερην έγνοιαν έχω (Ερωτόκρ. Ά 496
    • (με επόμ. την πρόθ. από):
      • τώρα οπού απέθανεν εξενοιάσθη από τα κακά (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18245).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) ξέγνοιαστος, αμέριμνος:
      • (Διήγ. Αλ. G 289
      • Στο στρώμα είναι το παιδί, κοιμάται ξεγνοιασμένο (Θυσ. 317· Ερωτόκρ. Ά 1127).

[<στερ. ξε‑ + (εν)νοιάζομαι. Τ. ξηννοιάζω σήμ. κυπρ. Η λ. και οι τ. στο Somav. (ξεννκαι ξεγν‑)· το ενεργ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες