Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενοδόχος ο.
-
- α) Ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, πανδοχείου:
- Τον ξενοδόχον λέγουσιν να τους ξενοδοχήσει (Φλώρ. 1233).
- β) προκ. για το σύζυγο ή το σύντροφο ξενοδόχισσας:
- (Λίβ. Sc. 1926, 2735).
[μτγν. ουσ. ξενοδόχος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, πανδοχείου: