Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενοδοχῶ
1 εγγραφή
ξενοδοχώ· παθ. αόρ. εξενοδοχίσθην.
  • Δέχομαι και περιποιούμαι ξένους ως ξενοδόχος:
    • Τον ξενοδόχον λέγουσιν να τους ξενοδοχήσει (Φλώρ. 1233· 1303).

[μτγν. ξενοδοχέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες