Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενιτεύω
1 εγγραφή
ξενιτεύω· ξενιτεύγω· μτχ. παρκ. ξενιτεμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • α) στέλνω κάπ. σε ξένη χώρα, τον κάνω να ξενιτευθεί:
        • να με παντρέψεις και να με βγάλεις από 'πά και να με ξενιτέψεις; (Ερωτόκρ. Δ́ 334
        • (σε ιδιάζ. χρ.):
          • Ω Αβραάμ, ω Ισαάκ, πού να 'στε μακρεμένοι; … τις μου το ξενίτεψε το φως των ομματιώ μου; (Θυσ. 314
      • β) στέλνω μακριά, απομακρύνω·
        • (μεταφ.) αποξενώνω:
          • πόσους εξενίτευσεν (ενν. ο φθόνος) από τα γονικά των (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 300).
    • Β́ (Αμτβ.) πηγαίνω στην ξενιτειά·
      • (εδώ σε μεταφ. πιθ. προκ. για το θάνατο):
        • Ψυχή, … πάλι έβγα και ξενίτεψε και φεύγε πικραμένη (Αλφ. ξεν. Αθ. 120).
  • II. (Μέσ.) φεύγω από τον τόπο μου, αποδημώ, μεταναστεύω:
    • εξενιτεύτηκα απ’ τα δικά μου μέρη και πορπατώ στην ξενιτειά (Ερωτόκρ. Έ 159).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ξένος, ξενιτεμένος:
    • (Πτωχολ. α 289), (Αρσ., Κόπ. διατρ. [709]
    • (προκ. για λαό εξόριστο):
      • (Θρ. Κύπρ. M 470).

[αρχ. ξενιτεύω. Ο τ. και η μτχ. στο Βλάχ. Τ. ξενιτεύκω ‑ομαι σήμ. ιδιωμ. Το μέσ. ξενιτεύομαι και ο τ. της μτχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες