Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεδιπλώνω
1 εγγραφή
ξεδιπλώνω· εξεδιπλώνω.
  • I. (Ενεργ.) ανοίγω, απλώνω κ. διπλωμένο·
    • (εδώ) φρ. την ξεδιπλώνω (ενν. την κοιλιά μου) = χορταίνω:
      • (Κατζ. Έ 516), (Στάθ. Β́ 192).
  • IΙ. (Μέσ.) απλώνομαι, ξετυλίγομαι·
    • (εδώ) ξεκουλουριάζομαι:
      • ο όφης … διπλώνει, εξεδιπλώνεται (Πόλ. Τρωάδ. 660).

[<στερ. ξε‑ + διπλώνω. Η λ. στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες