Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανθόγενος
1 εγγραφή
ξανθόγενος, επίθ.
  • Ξανθογένης:
    • (Χρον. Τόκκων 2586).

[<επίθ. ξανθός + ουσ. γένιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες